- ἐπίβλεψις
- ἐπίβλεψιςlooking atfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιβλέψει — ἐπίβλεψις looking at fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιβλέψεϊ , ἐπίβλεψις looking at fem dat sg (epic) ἐπίβλεψις looking at fem dat sg (attic ionic) ἐπιβλέπω look upon aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιβλέπω look upon fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβλέψεις — ἐπίβλεψις looking at fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίβλεψις looking at fem nom/acc pl (attic) ἐπιβλέπω look upon aor subj act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίβλεψιν — ἐπίβλεψις looking at fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίβλεψη — η (AM ἐπίβλεψις) προσεκτική και υπεύθυνη παρακολούθηση μιας εργασίας, εποπτεία μσν. το να έλθει κάποιος και να κοιτάζει κάποιον ευνοϊκά και με φροντίδα αρχ. 1. το να βλέπει κάποιος κάποιον, να τόν παρακολουθεί προσεκτικά 2. έρευνα, εξέταση 3.… … Dictionary of Greek
ἐπιβλέψεων — ἐπιβλέψεω̆ν , ἐπίβλεψις looking at fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβλέψεως — ἐπιβλέψεω̆ς , ἐπίβλεψις looking at fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβλέψῃ — ἐπιβλέψηι , ἐπίβλεψις looking at fem dat sg (epic) ἐπιβλέπω look upon aor subj mid 2nd sg ἐπιβλέπω look upon aor subj act 3rd sg ἐπιβλέπω look upon fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)